- φούρκορ
- Α(κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ὀχύρωμα».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λακων. ή ηλειακό τ. τής λ. φύρκος «τείχος» (βλ. λ. φύρκος), ενώ η σύνδεση του με την λ. πύργος* θεωρείται λιγότερο πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φύρκος — και φύρκορ, τὸ, Α τείχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. διαλ. προέλευσης, ο οποίος απαντά και στην ιων. αττ. (πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Φύρκ ιππος, Φυρκ ῖνος, Φύρκ ων, Φυρκ ίας) και εμφανίζει τις μορφές: φύρκος, φύρκορ και φούρκορ (πιθ. λακωνικός ή ηλειακός τ.), ενώ η … Dictionary of Greek